4.1. Διαχείριση της βλάστησης στην πράξη

Ειρήνη Κουτσερή

Ειρήνη Κουτσερή

Εταιρία Προστασίας Πρεσπών

Οι στόχοι διαχείρισης που καθορίζονται κάθε χρόνο την άνοιξη, από την Επιτροπή Διαχείρισης Υγρότοπoυ και τον Φορέα Διαχείρισης Εθνικού Πάρκου Πρεσπών (παρακαλούμε ανατρέξτε στο Βήμα 3.4) αποτελούν έναν πρακτικό οδηγό για την υλοποίηση δράσεων, και προσαρμόζονται στην τρέχουσα στάθμη του νερού εκείνης της περιόδου. Μολονότι το καθεστώς της στάθμης του νερού αποτελεί τον κύριο καθοριστικό παράγοντα για τον προγραμματισμό δραστηριοτήτων, άλλες συνθήκες, καθώς και τροποποιήσεις της τελευταίας στιγμής, περιορίζουν ή τουλάχιστον επηρεάζουν την υλοποίηση δραστηριοτήτων. Στο κεφάλαιο αυτό, θα παρουσιάσουμε ορισμένους από τους περιορισμούς που μπορούν να προκύψουν, όπως αυτοί έχουν τεκμηριωθεί στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE Prespa Waterbirds. 

Ακραία καιρικά φαινόμενα και εξάρτηση από τις καιρικές συνθήκες 

Απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα εντός του έτους μπορούν να επηρεάσουν τις λειτουργίες διαχείρισης. Για παράδειγμα, τον Νοέμβριο του 2018, οι έντονες χιονοπτώσεις με υγρό χιόνι ισοπέδωσαν τελείως τους καλαμιώνες, και αυτή η μοναδική κατάσταση, με μεγάλες ποσότητες συμπιεσμένης παχιάς βιομάζας ξηρού καλαμιού σε ένα πολύ μεγάλο τμήμα των καλαμιώνων, δεν επέτρεψε την εκτέλεση εργασιών κοπής για τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών που πραγματοποιούνται στις αρχές του χειμώνα. 


Εικόνα 1: Ισοπέδωση του καλαμιώνα από τη χιονόπτωση του Νοεμβρίου 2018 (Αρχείο ΕΠΠ/ Γ. Κατσαδωράκης)

Οι επιπτώσεις του γεγονότος επιδεινώθηκαν από τις πυρκαγιές που εξαπλώθηκαν γρήγορα στον καλαμιώνα, καίγοντας περισσότερα από 300 εκτάρια τον Φεβρουάριο του 2019, στο μεγαλύτερο περιστατικό πυρκαγιάς που έχει καταγραφεί ποτέ. Επιπλέον, ένας μεγάλος χώρος  αναπαραγωγής υδρόβιων πουλιών στον καλαμιώνα, αν και δεν κάηκε, μειώθηκε κατά πολύ σε έκταση το 2019, έχοντας καταστεί ακατάλληλος για φώλιασμα εξαιτίας της ισοπέδωσης των  καλαμιών, και εγκαταλείφθηκε τελείως, με τα υδρόβια πτηνά να εξαπλώνονται σε άλλα διάσπαρτα μέρη του καλαμιώνα για να φωλιάσουν. Αυτό το γεγονός προκάλεσε έναν συνολικό ανα-προγραμματισμό των παρεμβάσεων για τη δημιουργία αντιπυρικών ζωνών, οι οποίες υπό κανονικές συνθήκες πραγματοποιούνται τον Νοέμβριο/Δεκέμβριο με συμπληρωματικές δραστηριότητες που υλοποιούνται, εάν είναι δυνατό, τον Ιανουάριο/Φεβρουάριο, πριν ξεκινήσει η περίοδος των πυρκαγιών.

Το μεγαλύτερο μέρος της φυτικής βιομάζας που εξάγεται από τον υγροβιότοπο, είτε αυτό κόπηκε απευθείας από κτηνοτρόφους είτε κόπηκε και διανεμήθηκε από την ΕΠΠ, καταλήγει σε κτηνοτρόφους για χρήση ως ζωοτροφή. Αυτό αποτελεί κίνητρο για τους κτηνοτρόφους να εφαρμόσουν την κοπή, εξαγωγή και δεματοποίηση βλάστησης, ένα γεγονός που με τη σειρά του επιτρέπει την εφαρμογή διαχείρισης σε μεγαλύτερες περιοχές εντός περιορισμένου χρονικού διαστήματος. Το χρονοδιάγραμμα για τις δράσεις συνήθως προγραμματίζεται να ξεκινήσει τον Ιούλιο και να διαρκέσει έως τον Οκτώβριο, με τη βιομάζα να είναι πιο πολύτιμη ως ζωοτροφή εάν κοπεί το καλοκαίρι (Ιούλιος, Αύγουστος, βλέπετε επίσης Βήμα 3.4 μελέτες αξιοποίησης βιομάζας). Αν και το χρονικό διάστημα των 4 μηνών μπορεί να φαίνεται μακρύ, η χρονική περίοδος λειτουργίας εξαρτάται στην πραγματικότητα από τις καιρικές συνθήκες, καθώς η κοπή, η συλλογή, η ξήρανση και η δεματοποίηση πρέπει να πραγματοποιούνται υπό ιδανικές συνθήκες, κατά τη διάρκεια 4-5 συνεχόμενων ημερών ξηρασίας, έτσι ώστε οι ζωοτροφές να διατηρήσουν την ποιότητά τους. Ως αποτέλεσμα, το “εύρος” των παρεμβάσεων πρέπει να προσαρμόζεται στις επικρατούσες καιρικές συνθήκες, με τις παρεμβάσεις και τις διαδικασίες οργάνωσης μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών, δηλαδή των κτηνοτρόφων, του ΦΔΕΠΠ και της ΕΠΠ, να ιεραρχούνται με ανάλογη προτεραιότητα.

Συμμετοχή ενδιαφερομένων μερών/ κτηνοτρόφων

Οι χειμερινές ζωοτροφές αποτελούν  ένα σημαντικό κόστος για τους κτηνοτρόφους, το οποίο μπορεί να ποικίλει σε ετήσια βάση ανάλογα με τις τιμές της αγοράς, έτσι λοιπόν η βιομάζα καλαμιών  μπορεί να προσφέρει μια χαμηλού κόστους εναλλακτική πηγή ποιοτικής ζωοτροφής. (βλέπετε επίσης Βήμα 3.4, μελέτες βιομάζας). Ωστόσο, είναι μια μη προβλέψιμη πηγή, καθώς, για παράδειγμα, η έκταση των περιοχών από τις οποίες μπορεί να κοπεί βιομάζα αλλά και η ποσότητα της βιομάζας που εξάγεται εξαρτάται από διάφορους παράγοντες (π.χ. στάθμη νερού, καιρικές συνθήκες). Ως εκ τούτου, υπάρχει ανάγκη για αποτελεσματικό συντονισμό μεταξύ των συμμετεχόντων κτηνοτρόφων και για την οργάνωση μιας δίκαιης κατανομής βιομάζας, διατηρώντας παράλληλα το ενδιαφέρον των κτηνοτρόφων σε υψηλό επίπεδο. Καθώς η ποσότητα της βιομάζας είναι άγνωστη κατά την έναρξη των εργασιών, το ίδιο ισχύει και για τον βαθμό συμμετοχής στα αρχικά στάδια, επηρεάζοντας το εύρος της διαχείρισης που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Τα προγραμματισμένα καθεστώτα βόσκησης μπορούν να αλλάξουν στα μέσα της περιόδου, εάν, για παράδειγμα, το  «σκάψιμο» ενός λιβαδιού από αγριόχοιρους μπορεί να τον καταστήσει ακατάλληλο για βοσκή ζώων. Ταυτόχρονα, είναι σχετικάσυνηθισμένο να προκύπτει σύγκρουση μεταξύ κτηνοτρόφων κυρίως σε θέματα:  (α) διαθεσιμότητας χορτολίβαδων· (β) εργασιών κοπής που πραγματοποιούνται επί τούτου από κτηνοτρόφους σε χώρους που έχουν οριστεί για βόσκηση· και, σε μικρότερο βαθμό, (γ) ποσότητας βιομάζας που θα παραληφθεί από κάθε ενδιαφερόμενο κτηνοτρόφο. 

Μια διαδικασία υποβολής αιτήσεων για την κοπή και συλλογή ζωοτροφών, και για την κατανομή της βιομάζας που έχει κοπεί από την ΕΠΠ στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE Prespa Waterbirds, έχει αναπτυχθεί[1] από τον ΦΔΕΠΠ, και η οργάνωση των ετήσιων δραστηριοτήτων βασίζεται σε αυτή τη διαδικασία μετά την υποβολή των αιτήσεων έως τα μέσα Ιουνίου, σύμφωνα με τους στόχους διαχείρισης που τέθηκαν νωρίτερα μέσα στο έτος. Η διαδικασία αυτή έχει ως στόχο την ελαχιστοποίηση των συγκρούσεων, τον εντοπισμό και την αντιμετώπιση προβλημάτων που προκύπτουν, και τον προσδιορισμό του αριθμού των ενδιαφερόμενων κτηνοτρόφων για την περίοδο, διασφαλίζοντας έτσι ότι οι στόχοι διαχείρισης επιτυγχάνονται στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

Απρόβλεπτες αλλαγές που σχετίζονται με τους χώρους διαχείρισης

Έχουν ήδη διατυπωθεί απρόβλεπτοι παράγοντες που επηρεάζουν τους ετήσιους στόχους διαχείρισης, και μπορούν να προστεθούν ορισμένοι ακόμη που σχετίζονται με τα δομικά ή ποιοτικά χαρακτηριστικά των υγροβιότοπων.

Οι πυρκαγιές που μπαίνουν  στον καλαμιώνα, συνήθως από τον Ιανουάριο έως τον Απρίλιο, είναι ένας από αυτούς του παράγοντες, και ανάλογα με τον χρόνο που αυτές ξεσπούν, μπορούν να προκαλέσουν την καταστροφή των φωλιών των ενωρίς αναπαραγόμενων πουλιών, ή να υποβαθμίσουν τους χώρους αναπαραγωγής τους , ενώ επίσης σχετίζονται συχνά με μετακινήσεις πληθυσμών αναπαραγόμενων πτηνών από παραδοσιακές θέσεις σε άλλες, νέες αποικίες. Οι αλλαγές στους τόπους αναπαραγωγής κάθε χρόνο σχετίζονται με ακραία καιρικά φαινόμενα και πυρκαγιές, καθώς και με συνθήκες ξηρασίας (χαμηλά επίπεδα νερού), και στην αρχή του έτους είναι σε μεγάλο βαθμό απρόβλεπτες. Αυτή η αρρυθμία στους χώρους αναπαραγωγής, που είναι ιδιαίτερα συχνή τα τελευταία χρόνια, μας οδήγησε να ενεργούμε προληπτικά σε σχέση με τις αντιπυρικές ζώνες. Δεδομένου ότι υπάρχει συνήθως περιορισμένος χρόνος για τη δημιουργία νέων αντιπυρικών ζωνών στην αρχή της αναπαραγωγικής περιόδου, ο στόχος είναι η διατήρηση των αντιπυρικών ζωνών κοντά σε παραδοσιακές περιοχές αναπαραγωγής και/ή στις περιοχές αναπαραγωγής του προηγούμενου έτους.

Το γεγονός ότι μεγάλες εκτάσεις καλαμιώνων μπορούν να καταστραφούν από πυρκαγιές στα τέλη του χειμώνα/άνοιξη μπορεί επίσης να επηρεάσει τις προγραμματισμένες δραστηριότητες (εργασίες κοπής), ειδικά εάν η εξαγόμενη βιομάζα έχει προγραμματιστεί να χρησιμοποιηθεί ως θερμαντικό υλικό. Μια τέτοια χρήση απαιτεί τη συγκομιδή ξηρού καλαμιού, όμως κάθε χρόνο οι πυρκαγιές επηρεάζουν την ποσότητα του υλικού που μπορεί να θεριστεί. Κατά συνέπεια, τα σχέδια χρήσης ενός τέτοιου υλικού μπορούν να αλλάζουν δραστικά μετά από μια πυρκαγιά, και έτσι δεν μπορεί να προβλεφθεί ετησίως μια “σταθερή” ποσότητα βιομάζας για σκοπούς θέρμανσης.  

Άλλοι περιορισμοί στην επίτευξη στόχων διαχείρισης και στην υλοποίηση δραστηριοτήτων σχετίζονται με παλαιότερα και τρέχοντα ζητήματα χρήσης γης στην παράκτια ζώνη. Στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE Prespa Waterbirds, ήταν δυνατή η επέκταση της διαχείρισης των παραλιακών οικότοποικότοπων και των καλαμιώνων σε  “αχαρτογράφητα” ως τώρα εδάφη για διαχείριση. Συγκεκριμένα, αρκετές περιοχές  καλαμιώνων, στους οποίους ο εξοπλισμός κοπής εισήλθε για πρώτη φορά, βρέθηκαν να περιέχουν παλιές κατασκευές, όπως φράχτες και στύλους για την πρόσδεση σκαφών·  αυτές οι δομές παραμένουν αόρατες μέσα σε πυκνούς καλαμιώνες και αποτελούν απειλή για τη λειτουργία του εξοπλισμού και πιθανώς για την ασφάλεια των χειριστών του εξοπλισμού. Επιπλέον, η επέκταση των αποδοτικών χώρων διατήρησης σε προηγουμένως μη διαχειριζόμενη δημόσια παράκτια γη, έφερε στο προσκήνιο άλλα ζητήματα χρήσης γης, όπως η επέκταση των ιδιωτικών αγροτικών εκτάσεων μέσα σε χώρους υγρότοπων. Τα περιστατικά που αναφέρονται παραπάνω έχουν οδηγήσει είτε στην:  (α) προσαρμογή των δραστηριοτήτων, στοχεύοντας ουσιαστικά στην εφαρμογή της βόσκησης και όχι κοπής σε περιοχές όπου οι ανθρώπινες κατασκευές  ενέχουν κίνδυνο για τον εξοπλισμό κοπής· είτε (β) στην αναβολή της διαχείρισης σε περιοχές όπου οι καλλιεργούμενοι αγροί  έχουν επεκταθεί, για μια χρονική περίοδο που επιτρέπει στους αγρότες να ολοκληρώσουν τον κύκλο καλλιέργειας και στον ΦΔΕΠΠ να σηματοδοτήσει μια ξεχωριστή γραμμή μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας γης.

Τα όρια του εξοπλισμού

Τέλος, κατά την περίοδο εφαρμογής θα πρέπει αν αναμένονται βλάβες, ζημιές στον εξοπλισμό ή αδυναμία του εξοπλισμού να λειτουργήσει σε υγρά εδάφη, οι οποίες ενδέχεται να προκαλέσουν καθυστερήσεις στην επίτευξη των στόχων, αναγκάζοντας τους διαχειριστές να αναθεωρήσουν τα σχέδια διαχείρισης. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών (δηλαδή της ΕΠΠ και των κτηνοτρόφων) έχει αποτρέψει τη μεγάλη διάρκεια καθυστερήσεων , με τους διαχειριστές να συμπληρώνουν ο ένας την εργασία του άλλου, όταν προκύπτουν ανάλογες περιπτώσεις.  

Συμπερασματικές παρατηρήσεις

Συμπερασματικά, η διαχείριση μεγαλύτερων παράκτιων περιοχών και καλαμιώνων δημιούργησε ένα κίνητρο για περισσότερα ενδιαφερόμενα μέρη να συμμετάσχουν στη διαχείριση των υγρότοπων της Μικρής Πρέσπας, όμως ο βαθμός υλοποίησης εξαρτάται από διάφορους παράγοντες που δεν μπορούν να προβλεφθούν λεπτομερώς. Οι κατευθυντήριες γραμμές και οι στόχοι διαχείρισης υγρότοπων, όπως ορίζονται ετησίως και εγκρίνονται από τον ΦΔΕΠΠ, καθορίζουν μια μέγιστη περιοχή τοποθεσιών διαχείρισης, οι οποίες έχουν προτεραιότητα για διαχείριση (π.χ.  η παράκτια γη κοντά σε αποικίες έχει προτεραιότητα για την αποκατάσταση του υγρού λιβαδιού, σε σχέση με άλλες απομονωμένες περιοχές), και όσον αφορά στην εφαρμογή, οι δράσεις υλοποιούνται σταδιακά, με σκοπό να καλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερους από τους προβλεπόμενους στόχους. Η προσαρμογή της διαχείρισης απαιτεί τον συντονισμό όλων των εμπλεκομένων μερών και έχει αποδειχθεί ένα πολύτιμο εργαλείο για την επίτευξη των μέγιστων αποτελεσμάτων κάθε χρόνο.



[1] Από το 2016 έχει ήδη ξεκινήσει μια διαδικασία υποβολής αιτήσεων από τους κτηνοτρόφους που ενδιαφέρονται να κόψουν και να συλλέξουν βιομάζα χρησιμοποιώντας τα δικά τους μέσα. Κατά τη διάρκεια του προγράμματος LIFE Prespa Waterbirds, αυτή η διαδικασία ρυθμίστηκε προκειμένου να μοιράζεται ισομερώς η βιομάζα που εξάγεται από τον ΦΔΕΠΠ και την ΕΠΠ από μεγαλύτερες περιοχές, με βάση συγκεκριμένα κριτήρια, όπως είναι η δημοτική περιφέρεια στην οποία ανήκει ο κτηνοτρόφος, το μέγεθος του κοπαδιού του και ο βαθμός συμμετοχής του στη διαχείριση του υγροτόπου.     

ΒΗΜΑΤΑ